- ανηκής
- ἀνηκής, -ές (Α)ο ανήκεστος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνηκές — ἀνηκής masc/fem voc sg ἀνηκής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek